- ἀφεῖλον
- ἀφεῖλον s. ἀφαιρέω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀφεῖλον — ἀφαιρέω take away from aor ind act 3rd pl ἀφαιρέω take away from aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)